- Κουτσόβλαχος
- ο, θηλ. Κουτσοβλάχαστον πληθ. οι Κουτσόβλαχοιλατινόφωνοι κάτοικοι με ελληνική συνείδηση χωριών τής Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Βόρειας Ηπείρου κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση τής λ. Κουτσόβλαχος. Οι κυριότερες είναι οι εξής: Κατά τη μία άποψη, η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό το επίθ. κουτσός (κουτσο-*) με σημ. «λίγος», οπότε η λ. έχει τη σημ. «λίγο Βλάχος», ενώ, κατά την άλλη άποψη, η λ. είναι νόθο σύνθ. με α' συνθετικό την τουρκ. λ. kuguk «μικρός» (η σημ. αυτή αναφέρεται στον χώρο εγκατάστασης τού αντίστοιχου πληθυσμού). Βλ. και λ. Βλάχοι].
Dictionary of Greek. 2013.